λισπόπυγος

λισπόπυγος
λισπόπυγος, -ον (Α)
(για κίναιδο) αυτός που έχει λεία, λεπτά οπίσθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίσπος + -πυγος (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. καλλί-πυγος, λεπτό-πυγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λισπόπυγος — smooth buttocked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λισπόπυγοι — λισπόπυγος smooth buttocked masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίσπος — και λίσφος η, ον (Α) 1. λείος, στιλβωμένος, γυαλισμένος 2. μικρός, ασήμαντος 3. λισπόπυγος* 4. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ λίσπαι (στο λεξ. Σούδα και οἱ λίσποι) τα δύο τεμάχια αστραγάλου κομμένου στη μέση, από τα οποία έπαιρνε το ένα καθένας από… …   Dictionary of Greek

  • λισπόπυξ — λισπόπυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) λισπόπυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίσπος + πύξ, μεταγενέστερος τ. τού πυγή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”